Anonymous

διαχάσκω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαχάσκω:''' αόρ. βʹ <i>-έχᾰνον</i>, [[χαζεύω]] με ανοιχτό το [[στόμα]], [[χάσκω]], [[χασμουριέμαι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''διαχάσκω:''' αόρ. βʹ <i>-έχᾰνον</i>, [[χαζεύω]] με ανοιχτό το [[στόμα]], [[χάσκω]], [[χασμουριέμαι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαχάσκω:''' досл. расседаться, распадаться, перен. диссонировать (ἁρμονίαι διαχάσκουσαι Arph.).
}}
}}