Anonymous

διεκπεραίνω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεκπεραίνω:''' μέλ. <i>-ᾱνῶ</i>, [[φέρνω]] [[κάτι]] εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[αποπερατώνω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''διεκπεραίνω:''' μέλ. <i>-ᾱνῶ</i>, [[φέρνω]] [[κάτι]] εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[αποπερατώνω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διεκπεραίνω:''' доводить до конца, завершать (τι Xen.; πρὶν [[αὐτῷ]] [[βίος]] διεκπερανθῇ Soph. - v. l. διεκπεραθῇ).
}}
}}