Anonymous

διαταμιεύω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαταμιεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φυλάγω]] στο [[ταμείο]] και [[διαχειρίζομαι]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[αποταμιεύω]].
|mltxt=[[διαταμιεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φυλάγω]] στο [[ταμείο]] και [[διαχειρίζομαι]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[αποταμιεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διατᾰμιεύω:''' <b class="num">1)</b> распоряжаться, заведовать (πάντα χρήματα παρέδομεν ταῖς γυναιξὶ διαταμιεύειν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> med. хранить в запасе (τι Plat.).
}}
}}