Anonymous

διαπορεύω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπορεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] στο [[απέναντι]] [[μέρος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με Μέσ. μέλ. και Παθ. αόρ. αʹ <i>διεπορεύθην</i>, [[διαβαίνω]], <i>ἐς Εὔβοιαν</i>, σε Ηρόδ.· με σύστ. αντ., [[διέρχομαι]], <i>βίον</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''διαπορεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] στο [[απέναντι]] [[μέρος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με Μέσ. μέλ. και Παθ. αόρ. αʹ <i>διεπορεύθην</i>, [[διαβαίνω]], <i>ἐς Εὔβοιαν</i>, σε Ηρόδ.· με σύστ. αντ., [[διέρχομαι]], <i>βίον</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπορεύω:''' <b class="num">1)</b> переправлять, переводить (на другую сторону), перевозить (τινά Xen.; ἐπὶ ὀχήματός τινος διαπορευθῆναι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> med. переправляться, переходить, переезжать (τὴν Πελοπόννησον Thuc., Plut.; τοσαῦτα πεδία Xen.; ὁδούς Plat.; διὰ τῆς χώρας Arst., Polyb. и τὴν χώραν Plut.; ἐς Εὔβοιαν Her.); οἱ τῶν ὀρνίθων διαπορευόμενοι Plat. перелетные виды птиц;<br /><b class="num">3)</b> med. проходить, проникать (τὸ [[πνεῦμα]] διαπορεύεταί τι или διά τινος Arst.);<br /><b class="num">4)</b> рассказывать, перечислять (τὰς εὐεργεσίας τινός Polyb., Diod.).
}}
}}