Anonymous

διαφοιτάω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαφοιτάω:''' Ιων. -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>, περιπλανιέμαι ή περιφέρομαι [[συνεχώς]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για [[φήμη]], διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Πλούτ.
|lsmtext='''διαφοιτάω:''' Ιων. -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>, περιπλανιέμαι ή περιφέρομαι [[συνεχώς]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για [[φήμη]], διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφοιτάω:''' ион. διαφοιτέω<br /><b class="num">1)</b> странствовать, разъезжать Her., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> проезжать, путешествовать (διὰ τῆς χώρας Arph.; τῆς Ἰταλίας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> распространяться, доходить ([[λόγος]] διεφοίτησεν εἰς Ῥώμην Plut.).
}}
}}