Anonymous

διαποικίλλω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαποικίλλω:''' μέλ. <i>-ῐλῶ</i>, [[ποικίλλω]] [[κάτι]], [[στολίζω]], [[διακοσμώ]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''διαποικίλλω:''' μέλ. <i>-ῐλῶ</i>, [[ποικίλλω]] [[κάτι]], [[στολίζω]], [[διακοσμώ]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαποικίλλω:''' <b class="num">1)</b> испещрять, расписывать ([[ὄρος]] διαπεποικιλμένον ἄνθεσιν Arst.; θυρεούς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> приукрашивать (πᾶσι τοῖς εἴδεσι τὴν ποίησιν Isocr.; ἀπάταις τὰ πολλὰ τοῦ πολέμου Plut.);<br /><b class="num">3)</b> составлять из разных частей (διαπεποικιλμένος ἔκ τινων Plat.).
}}
}}