Anonymous

διαναυμαχέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαναυμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διεξάγω]] [[ναυμαχία]], [[συγκροτώ]] [[θαλασσομαχία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''διαναυμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διεξάγω]] [[ναυμαχία]], [[συγκροτώ]] [[θαλασσομαχία]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαναυμαχέω:''' давать морской бой, сражаться на море (εἶξαι καὶ οὐ διαναυμαχῆσαι Her.; πρός τινα Isocr., Plut.).
}}
}}