Anonymous

δίκωλος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δίκωλος]], -ον)<br /><b>γραμμ.</b> (για περίοδο λόγου) αυτός που αποτελείται από δύο κώλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[αγγείο]]) αυτός που έχει δύο πάτους, πυθμένες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δίκωλο [[πινάκι]]» — [[διπρόσωπος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει δύο σκέλη, μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κώλον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ισόκωλος]], [[μακρόκωλος]])].
|mltxt=-η, -ο (Α [[δίκωλος]], -ον)<br /><b>γραμμ.</b> (για περίοδο λόγου) αυτός που αποτελείται από δύο κώλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[αγγείο]]) αυτός που έχει δύο πάτους, πυθμένες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δίκωλο [[πινάκι]]» — [[διπρόσωπος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει δύο σκέλη, μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κώλον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ισόκωλος]], [[μακρόκωλος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''δίκωλος:''' стих., рит. двучленный.
}}
}}