Anonymous

δίδημι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίδημι:''' γʹ πληθ. <i>διδέᾱσι</i>, γʹ ενικ. Επικ. παρατ. <i>δίδη</i>, γʹ πληθ. προστ. [[διδέντων]] — Επικ. αναδιπλ. [[τύπος]] του [[δέω]] (όπως το [[τίθημι]] του *[[θέω]]), [[αλυσοδένω]], [[δεσμεύω]], [[περιορίζω]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''δίδημι:''' γʹ πληθ. <i>διδέᾱσι</i>, γʹ ενικ. Επικ. παρατ. <i>δίδη</i>, γʹ πληθ. προστ. [[διδέντων]] — Επικ. αναδιπλ. [[τύπος]] του [[δέω]] (όπως το [[τίθημι]] του *[[θέω]]), [[αλυσοδένω]], [[δεσμεύω]], [[περιορίζω]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίδημι:''' (ῐ) (= [[δέω]] I)<br /><b class="num">1)</b> связывать (τινὰ μόσχοισι λύγοισιν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> привязывать (τοὺς κύνας χαλεπούς Xen.).
}}
}}