Anonymous

δίκρανον: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
 
(1b)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίκρᾱνον:''' τό ([[δίς]], [[κάρα]]), ξύλινο γεωργικό [[εργαλείο]], «[[δικράνι]]», σε Λουκ.
|lsmtext='''δίκρᾱνον:''' τό ([[δίς]], [[κάρα]]), ξύλινο γεωργικό [[εργαλείο]], «[[δικράνι]]», σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίκρᾱνον:''' τό двузубые вилы Luc.
}}
}}