Anonymous

διόπτρα: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διόπτρα:''' ἡ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), οπτικό [[εργαλείο]] για [[καταμέτρηση]] ύψους, σε Πολύβ.
|lsmtext='''διόπτρα:''' ἡ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), οπτικό [[εργαλείο]] για [[καταμέτρηση]] ύψους, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''διόπτρα:''' ἡ диоптр(а) (угломерный прибор для измерения высоты отдаленных предметов) (δ. δύ᾽ αὐλίσκους ἔχουσα Polyb.).
}}
}}