Anonymous

διαχαλάω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαχᾰλάω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χαλαρώνω]], ξαμπαρώνω, [[ελευθερώνω]], [[ανοίγω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] εύκαμπτο μέσω της άσκησης, σε Ξεν.
|lsmtext='''διαχᾰλάω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χαλαρώνω]], ξαμπαρώνω, [[ελευθερώνω]], [[ανοίγω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] εύκαμπτο μέσω της άσκησης, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαχᾰλάω:''' <b class="num">1)</b> растворять, отворять (διαχαλᾶτε μοι μέλαθρα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> делать гибким (τὸ [[σῶμα]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> растоплять, расплавлять ([[ὥσπερ]] ὁ [[ἥλιος]] τὴν χιόνα Arst.).
}}
}}