Anonymous

δίμετρος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η και -ος, -ο (AM [[δίμετρος]], -ον)<br /><b>(μετρ.)</b><br /><b>1.</b> (για στίχο) αυτός που αποτελείται από δύο [[μέτρα]] ή πόδες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίμετρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[στίχος]] [[δίμετρος]] («ιαμβικό δίμετρο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> αυτός που εκτείνεται σε δύο [[μέτρα]] («[[δίμετρος]] [[παύση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίμετρον</i><br />δύο [[μέτρα]].
|mltxt=-η και -ος, -ο (AM [[δίμετρος]], -ον)<br /><b>(μετρ.)</b><br /><b>1.</b> (για στίχο) αυτός που αποτελείται από δύο [[μέτρα]] ή πόδες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίμετρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[στίχος]] [[δίμετρος]] («ιαμβικό δίμετρο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> αυτός που εκτείνεται σε δύο [[μέτρα]] («[[δίμετρος]] [[παύση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίμετρον</i><br />δύο [[μέτρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίμετρος:''' ὁ стих. диметр, двухчастный размер.
}}
}}