Anonymous

δοάσσατο: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοάσσατο:''' γʹ ενικ. Επικ. Μέσ. αορ. αʹ, Αττ. <i>ἔδοξε</i>, φάνηκε, σε Όμηρ.· ὠς ἄν [[τοι]] [[πλήμνη]] δοάσσεται [[ἱκέσθαι]] (Επικ. υποτ. αντί <i>-ηται</i>), [[μέχρι]] να φανεί ότι γδάρθηκε ο [[τροχός]], σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. [[δέατο]].
|lsmtext='''δοάσσατο:''' γʹ ενικ. Επικ. Μέσ. αορ. αʹ, Αττ. <i>ἔδοξε</i>, φάνηκε, σε Όμηρ.· ὠς ἄν [[τοι]] [[πλήμνη]] δοάσσεται [[ἱκέσθαι]] (Επικ. υποτ. αντί <i>-ηται</i>), [[μέχρι]] να φανεί ότι γδάρθηκε ο [[τροχός]], σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. [[δέατο]].
}}
{{elru
|elrutext='''δοάσσατο:''' [3 л. sing. aor. к *δοάζομαι] impers. показалось: οἱ φρονέοντι δ. κέρδιον εἶναι … Hom. по размышлении ему показалось, что лучше …; ὡς ἂν [[πλήμνη]] δοάσσεται [[ἄκρον]] [[ἱκέσθαι]] κύκλου Hom. так, чтобы казалось, что ступица колеса вплотную коснулась поверхности (меты).
}}
}}