3,277,121
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διΐημι:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ῆκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διέρχομαι]] ή [[διαπερνώ]] ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· επίσης με [[διπλή]] αιτ., <i>λόγχην δ. στέρνα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιτρέπω]] τη [[διέλευση]] ανθρώπων μέσα σε μια [[χώρα]], τους [[αφήνω]] να περάσουν, σε Ξεν., Δημ.· με γεν., <i>ξυμφορὰς τοῦ σοῦ διῆκας στόματος</i>, τις άφησες να περάσουν μέσα από το [[στόμα]] [[σου]], τους έδωσες [[έκφραση]], τις διατύπωσες, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[στέλνω]] [[χωριστά]], [[απολύω]], [[αποπέμπω]], [[διαλύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αποσυνθέτω]] — στη Μέσ., [[διέμενος]] ὄξει, έχοντας διαλύσει, αναμείξει αυτό με [[ξίδι]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''διΐημι:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ῆκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διέρχομαι]] ή [[διαπερνώ]] ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· επίσης με [[διπλή]] αιτ., <i>λόγχην δ. στέρνα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιτρέπω]] τη [[διέλευση]] ανθρώπων μέσα σε μια [[χώρα]], τους [[αφήνω]] να περάσουν, σε Ξεν., Δημ.· με γεν., <i>ξυμφορὰς τοῦ σοῦ διῆκας στόματος</i>, τις άφησες να περάσουν μέσα από το [[στόμα]] [[σου]], τους έδωσες [[έκφραση]], τις διατύπωσες, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[στέλνω]] [[χωριστά]], [[απολύω]], [[αποπέμπω]], [[διαλύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αποσυνθέτω]] — στη Μέσ., [[διέμενος]] ὄξει, έχοντας διαλύσει, αναμείξει αυτό με [[ξίδι]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διΐημι:''' <b class="num">1)</b> распускать (по домам) (τὸ [[στράτευμα]] Xen. - ср. 4);<br /><b class="num">2)</b> отпускать, выпускать, освобождать: [[διειμένος]] ἀπηγγέλλετο Plut. было объявлено, что он освобожден; δ. τοῦ στόματός τι Soph. упоминать о чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> распускать, растворять (med. [[φάρμακον]] ὄξει Arph.; λιβανωτὸν ἐλαίῳ Arst.);<br /><b class="num">4)</b> разрешать пройти, пропускать (τὸ [[στράτευμα]] διὰ τῆς χώρας Xen., Polyb. - ср. 1);<br /><b class="num">5)</b> впускать (τινὰ εἰς τὴν Ἀττικήν Arst.);<br /><b class="num">6)</b> всаживать, вонзать ([[ξίφος]] λαιμῶν Eur.): διὰ δ᾽ ἧκε σιδήρου (sc. ὀϊστόν) Hom. (Одиссей) пустил стрелу сквозь железные кольца;<br /><b class="num">7)</b> открывать, раскрывать, разжимать (τοὺς ὀδόντας Diod.). | |||
}} | }} |