Anonymous

δολιχοδρόμος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δολῐχοδρόμος:''' -ον ([[δόλιχος]], ὁ, [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει σε μακρύ δρόμο, [[διαδρομή]], [[δρομέας]] <i>δολίχου</i>, σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''δολῐχοδρόμος:''' -ον ([[δόλιχος]], ὁ, [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει σε μακρύ δρόμο, [[διαδρομή]], [[δρομέας]] <i>δολίχου</i>, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δολιχοδρόμος:''' ὁ долиходром, участник большого пробега Xen., Plat., Plut.
}}
}}