3,273,446
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δολῐχοδρόμος:''' -ον ([[δόλιχος]], ὁ, [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει σε μακρύ δρόμο, [[διαδρομή]], [[δρομέας]] <i>δολίχου</i>, σε Πλάτ., Ξεν. | |lsmtext='''δολῐχοδρόμος:''' -ον ([[δόλιχος]], ὁ, [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει σε μακρύ δρόμο, [[διαδρομή]], [[δρομέας]] <i>δολίχου</i>, σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δολιχοδρόμος:''' ὁ долиходром, участник большого пробега Xen., Plat., Plut. | |||
}} | }} |