3,274,216
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δόκιμος:''' -ον ([[δέχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> δοκιμασμένος, αυτός που έχει εξετασθεί, ελεγχθεί, ελεγμένος, [[κυρίως]] λέγεται για μέταλλα, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, εγκεκριμένος, [[αποδεκτός]], [[έγκριτος]], Λατ. [[probus]], σε Ηρόδ.· <i>δοκιμώτατος Ἑλλάδι</i>, περισσότερο [[αποδεκτός]], φημισμένος στην [[Ελλάδα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[εξαίρετος]], αξιοσημείωτος, [[αξιομνημόνευτος]], [[ευάρεστος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ. <i>-μως</i>, πραγματικά, αληθινά, ειλικρινά, σε Αισχύλ., Ξεν. | |lsmtext='''δόκιμος:''' -ον ([[δέχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> δοκιμασμένος, αυτός που έχει εξετασθεί, ελεγχθεί, ελεγμένος, [[κυρίως]] λέγεται για μέταλλα, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, εγκεκριμένος, [[αποδεκτός]], [[έγκριτος]], Λατ. [[probus]], σε Ηρόδ.· <i>δοκιμώτατος Ἑλλάδι</i>, περισσότερο [[αποδεκτός]], φημισμένος στην [[Ελλάδα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[εξαίρετος]], αξιοσημείωτος, [[αξιομνημόνευτος]], [[ευάρεστος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ. <i>-μως</i>, πραγματικά, αληθινά, ειλικρινά, σε Αισχύλ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δόκῐμος:''' <b class="num">1)</b> испробованный, испытанный, проверенный, т. е. отличный, славный ([[ὕμνος]] Pind.; [[ἄνδρες]] Plat.; πολῖται Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> подлинный, настоящий ([[ἀργύριον]] Dem.);<br /><b class="num">3)</b> значительный, крупный ([[ποταμός]] Her.);<br /><b class="num">4)</b> приятный, лучший (ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐστὶ τὸ [[ἔαρ]] δοκιμιώτατον Her.). | |||
}} | }} |