Anonymous

δολόεις: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δολόεις:''' -εσσα, -εν (δόλας),<br /><b class="num">I.</b> [[δόλιος]], [[πανούργος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, πονηρά, επινοημένος, κατασκευασμένος, με τεχνάσματα, σε Ευρ.
|lsmtext='''δολόεις:''' -εσσα, -εν (δόλας),<br /><b class="num">I.</b> [[δόλιος]], [[πανούργος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, πονηρά, επινοημένος, κατασκευασμένος, με τεχνάσματα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δολόεις:''' όεσσα, όεν хитрый, коварный, лукавый (Καλυψω, [[δέσματα]] Hom.; Τροίας ἕδη Eur.).
}}
}}