Anonymous

δολιεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[δολιεύομαι]])<br />φέρνομαι δόλια, με [[πανουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βλάπτω]] κάποιον με δόλο.
|mltxt=(AM [[δολιεύομαι]])<br />φέρνομαι δόλια, με [[πανουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βλάπτω]] κάποιον με δόλο.
}}
{{elru
|elrutext='''δολιεύομαι:''' поступать коварно, хитрить ([[λόγος]] δεδολιευμένος σόφισμά ἐστιν Sext.).
}}
}}