Anonymous

διπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διπλάσιος:''' [ᾰ], -α, -ον, Ιων. δι-[[πλήσιος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[δίς]])·<br /><b class="num">1.</b> [[διπλός]], [[δύο]] φορές μεγαλύτερος, [[δύο]] φορές [[τόσος]] όσο..., [[δύο]] φορές τόσο [[μακρύς]]... κ.λπ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως συγκρ. ακολουθ. από το <i>ἤ..</i>., στον ίδ.· ή με γεν., [[δύο]] φορές το μέγεθός του, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., <i>διπλάσιον</i>, <i>τό</i>, [[άλλο]] τόσο, Λατ. [[duplum]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>διπλασίαν</i> (ενν. <i>ζημίαν</i>), [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">4.</b> επίρρ. <i>-ως</i>, διπλά, σε Θουκ., Αισχύλ. (η προέλ. του <i>-[[πλάσιος]]</i> είναι αμφίβ.).
|lsmtext='''διπλάσιος:''' [ᾰ], -α, -ον, Ιων. δι-[[πλήσιος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[δίς]])·<br /><b class="num">1.</b> [[διπλός]], [[δύο]] φορές μεγαλύτερος, [[δύο]] φορές [[τόσος]] όσο..., [[δύο]] φορές τόσο [[μακρύς]]... κ.λπ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως συγκρ. ακολουθ. από το <i>ἤ..</i>., στον ίδ.· ή με γεν., [[δύο]] φορές το μέγεθός του, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., <i>διπλάσιον</i>, <i>τό</i>, [[άλλο]] τόσο, Λατ. [[duplum]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>διπλασίαν</i> (ενν. <i>ζημίαν</i>), [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">4.</b> επίρρ. <i>-ως</i>, διπλά, σε Θουκ., Αισχύλ. (η προέλ. του <i>-[[πλάσιος]]</i> είναι αμφίβ.).
}}
{{elru
|elrutext='''διπλάσιος:''' (ᾰ), ион. [[διπλήσιος]] 2 удвоенный, двойной Thuc., Arst.; вдвое больший (τινος Her., Isocr., Plat., Polyb. или ἤ Thuc., Isocr.): διπλασίοις ἐλάττω (τὰ χρήματα) Dem. вдвое меньшая сумма денег.
}}
}}