Anonymous

δολιχόουρος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δολιχόουρος]], -ον και δολίχουρος, -ον και δολιχοῡρος, -ον)<br /><b>(μετρ.)</b> (για εξάμετρο στίχο) αυτός που έχει στο [[τέλος]] μια [[συλλαβή]] [[παραπάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μακριά]] [[ουρά]].
|mltxt=ο (AM [[δολιχόουρος]], -ον και δολίχουρος, -ον και δολιχοῡρος, -ον)<br /><b>(μετρ.)</b> (για εξάμετρο στίχο) αυτός που έχει στο [[τέλος]] μια [[συλλαβή]] [[παραπάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μακριά]] [[ουρά]].
}}
{{elru
|elrutext='''δολιχόουρος:''' и [[δολιχοῦρος]] ὁ стих. долихур, «долгохвост» (гексаметр, оканчивающийся дактилем).
}}
}}