Anonymous

διακολακεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διακολακεύομαι]] (Α)<br />[[συναγωνίζομαι]] κάποιον στην [[κολακεία]].
|mltxt=[[διακολακεύομαι]] (Α)<br />[[συναγωνίζομαι]] κάποιον στην [[κολακεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''διακολᾰκεύομαι:''' льстить наперебой, соревноваться в лести (πρός τινα Isocr.).
}}
}}