Anonymous

διεγγυάω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεγγυάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, λέγεται για πρόσωπα, στην Ενεργ., [[προσφέρω]] [[εγγύηση]] για κάποιον [[άλλο]], και στη Μέσ., [[παίρνω]] [[εγγύηση]] για κάποιον, σε Ισοκρ. — Παθ., γίνεται [[κάποιος]] [[δικός]] μου [[εγγυητής]], σε Θουκ.
|lsmtext='''διεγγυάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, λέγεται για πρόσωπα, στην Ενεργ., [[προσφέρω]] [[εγγύηση]] για κάποιον [[άλλο]], και στη Μέσ., [[παίρνω]] [[εγγύηση]] για κάποιον, σε Ισοκρ. — Παθ., γίνεται [[κάποιος]] [[δικός]] μου [[εγγυητής]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διεγγυάω:''' <b class="num">1)</b> давать ручательство, ручаться (ὀκτακοσίων ταλάντων Thuc., Plut.; τινα πρός τινα Isocr.): διεγγυηθῆναί τινι Thuc. и [[ὑπό]] τινος Dem. быть взятым кем-л. на поруки под залог;<br /><b class="num">2)</b> med. принимать ручательство, т. е. освобождать под залог (τινα ἑπτὰ ταλάντων Isocr.).
}}
}}