3,276,901
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διεγγυάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, λέγεται για πρόσωπα, στην Ενεργ., [[προσφέρω]] [[εγγύηση]] για κάποιον [[άλλο]], και στη Μέσ., [[παίρνω]] [[εγγύηση]] για κάποιον, σε Ισοκρ. — Παθ., γίνεται [[κάποιος]] [[δικός]] μου [[εγγυητής]], σε Θουκ. | |lsmtext='''διεγγυάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, λέγεται για πρόσωπα, στην Ενεργ., [[προσφέρω]] [[εγγύηση]] για κάποιον [[άλλο]], και στη Μέσ., [[παίρνω]] [[εγγύηση]] για κάποιον, σε Ισοκρ. — Παθ., γίνεται [[κάποιος]] [[δικός]] μου [[εγγυητής]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διεγγυάω:''' <b class="num">1)</b> давать ручательство, ручаться (ὀκτακοσίων ταλάντων Thuc., Plut.; τινα πρός τινα Isocr.): διεγγυηθῆναί τινι Thuc. и [[ὑπό]] τινος Dem. быть взятым кем-л. на поруки под залог;<br /><b class="num">2)</b> med. принимать ручательство, т. е. освобождать под залог (τινα ἑπτὰ ταλάντων Isocr.). | |||
}} | }} |