Anonymous

δολερός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δολερός:''' -ά, -όν ([[δόλος]]), [[απατηλός]], αυτός που ξεγελά, ύπουλος, [[δόλιος]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''δολερός:''' -ά, -όν ([[δόλος]]), [[απατηλός]], αυτός που ξεγελά, ύπουλος, [[δόλιος]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''δολερός:''' <b class="num">1)</b> хитрый, коварный (sc. [[Κλυταιμνήστρα]] Soph.; [[κρυψίνους]] καὶ δ. Xen.; [[ἄνθρωπος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> обманчивый, коварный ([[ποταμός]] Her. - v. l. [[θολερός]]; εἵματα Her., Plut.; χρώματα Plut.).
}}
}}