Anonymous

διαχειμάζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαχειμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, περνώ το χειμώνα, [[ξεχειμωνιάζω]], σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''διαχειμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, περνώ το χειμώνα, [[ξεχειμωνιάζω]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαχειμάζω:''' стоять на зимних квартирах, зимовать Thuc., Xen., Plut.
}}
}}