Anonymous

δυναστεύω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῠναστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, έχω, [[κρατώ]] την [[εξουσία]] ή την [[κυριαρχία]], [[κυβερνώ]], είμαι [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[υπερισχύω]], [[επικρατώ]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''δῠναστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, έχω, [[κρατώ]] την [[εξουσία]] ή την [[κυριαρχία]], [[κυβερνώ]], είμαι [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[υπερισχύω]], [[επικρατώ]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῠναστεύω:''' <b class="num">1)</b> властвовать, господствовать (ἐν [[ταῖσι]] πόλεσι Her. и ἐν πόλει Plat.; ἐν ταῖς πατρίσι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> быть могущественным (δυναστεύουσαι πόλεις Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> мат. возводить в третью степень: [[αὔξησις]] δυναστευομένη Plat. возведение в куб.
}}
}}