Anonymous

δοῦπος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοῦπος:''' ὁ, [[κάθε]] [[βαρύς]], [[υπόκωφος]] [[θόρυβος]], [[γδούπος]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον μακρινό κρότο που έρχεται από τη [[μάχη]], για τον κτύπο των βημάτων, για τον τακτικό βηματισμό του πεζικού, για τον θόρυβο από μεγάλο [[πλήθος]]· βρύχηθμος, [[μουγκρητό]] της θάλασσας, σε Όμηρ.· σπάνια στους Τραγ. (ο [[τύπος]] <i>γδουπ-έω</i>, συνδέεει τη [[λέξη]] με το <i>κτύπ-ος</i>).
|lsmtext='''δοῦπος:''' ὁ, [[κάθε]] [[βαρύς]], [[υπόκωφος]] [[θόρυβος]], [[γδούπος]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον μακρινό κρότο που έρχεται από τη [[μάχη]], για τον κτύπο των βημάτων, για τον τακτικό βηματισμό του πεζικού, για τον θόρυβο από μεγάλο [[πλήθος]]· βρύχηθμος, [[μουγκρητό]] της θάλασσας, σε Όμηρ.· σπάνια στους Τραγ. (ο [[τύπος]] <i>γδουπ-έω</i>, συνδέεει τη [[λέξη]] με το <i>κτύπ-ος</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''δοῦπος:''' ὁ шум, грохот, гул Hom., Hes., Trag., Xen.
}}
}}