Anonymous

δραπέτης: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δρᾱπέτης:''' -ου, Ιων. [[δρηπέτης]], -εω, ὁ (δι-δράσκω),<br /><b class="num">1.</b> [[δραπέτης]], [[φυγάς]], Λατ. [[fugitivus]], <i>βασιλέος</i>, από το βασιλιά, σε Ηρόδ.· [[δραπέτης]] [[δούλος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., αυτός που διαφεύγει, αυτός που δραπετεύει, που χάνεται, που εξαφανίζεται, [[δραπέτης]] [[κλῆρος]], [[κλήρος]] που θρυμματίζεται και διαλύεται [[πριν]] εξαχθεί από την [[κληρωτίδα]], όπως ο [[σβώλος]] χώματος, σε Σοφ.
|lsmtext='''δρᾱπέτης:''' -ου, Ιων. [[δρηπέτης]], -εω, ὁ (δι-δράσκω),<br /><b class="num">1.</b> [[δραπέτης]], [[φυγάς]], Λατ. [[fugitivus]], <i>βασιλέος</i>, από το βασιλιά, σε Ηρόδ.· [[δραπέτης]] [[δούλος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., αυτός που διαφεύγει, αυτός που δραπετεύει, που χάνεται, που εξαφανίζεται, [[δραπέτης]] [[κλῆρος]], [[κλήρος]] που θρυμματίζεται και διαλύεται [[πριν]] εξαχθεί από την [[κληρωτίδα]], όπως ο [[σβώλος]] χώματος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δρᾱπέτης:''' <b class="num">I</b> дор. δρᾱπέτας, ион. [[δρηπέτης]], ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> бежавший, беглый ([[ἀνήρ]] Soph. и [[ἄνθρωπος]] Plat.; [[δοῦλος]] Her.): δ. [[πούς]] Eur., Aeschin. бегущий, беглец;<br /><b class="num">2)</b> быстро убегающий, ускользающий, неуловимый ([[ὄλβος]] Pind.; [[τροχίλος]] Arst.; [[βίος]] Anth.): δ. [[κλῆρος]] Soph. досл. распадающийся (подраз. в урне) жребий, т. е. жребий, заранее обеспечивающий успех, подложный, нечестный (при бросании жребия глиняный черепок подменяли иногда куском рыхлой земли).<br /><b class="num">II</b> ион. [[δρηπέτης]], ου ὁ беглец Soph., Her., Plut.
}}
}}