Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσεξίτηλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[δυσεξίτηλος]], -ον)<br />αυτός που με [[δυσκολία]] αφαιρείται ή σβήνει.
|mltxt=-ο (AM [[δυσεξίτηλος]], -ον)<br />αυτός που με [[δυσκολία]] αφαιρείται ή σβήνει.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεξίτηλος:''' с трудом уничтожающийся, стойкий ([[ἔλαιον]] Plut.).
}}
}}