Anonymous

δυσεκπέρατος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσεκπέρᾱτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα τελειώνει, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται, σε Ευρ.
|lsmtext='''δυσεκπέρᾱτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα τελειώνει, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεκπέρᾱτος:''' v. l. [[δυσεκπέραντος]] 2 безвыходный, безысходный, нескончаемый ([[πάθος]] Eur.).
}}
}}