3,273,773
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσεκπέρᾱτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα τελειώνει, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται, σε Ευρ. | |lsmtext='''δυσεκπέρᾱτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα τελειώνει, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσεκπέρᾱτος:''' v. l. [[δυσεκπέραντος]] 2 безвыходный, безысходный, нескончаемый ([[πάθος]] Eur.). | |||
}} | }} |