Anonymous

δνοπαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δνοπᾰλίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κουνώ]] με [[βία]], [[καταρρίπτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις</i>, «τύλιξε τα κουρέλια [[σου]] στο [[σώμα]] [[σου]]», σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''δνοπᾰλίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κουνώ]] με [[βία]], [[καταρρίπτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις</i>, «τύλιξε τα κουρέλια [[σου]] στο [[σώμα]] [[σου]]», σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''δνοπᾰλίζω:''' <b class="num">1)</b> досл. трясти, потрясать, ирон. носить на себе, таскать (τὰ ῥάκεα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> поражать, убивать (ἀνὴρ δ᾽ ἄνδρ᾽ ἐδνοπάλιζεν Hom.).
}}
}}