Anonymous

δρύφακτος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δρύφακτος:''' ὁ, αντί <i>δρύ-φρακτος</i> ([[δρῦς]], [[φράσσω]]), [[φράχτης]] ή κιγλίδωμα, που χρησιμεύει στην [[περίφραξη]] των δικαστηρίων ή του βουλευτηρίου, σε Αριστοφ.· στον πληθ., όπως το Λατ. [[cancelli]], στον ίδ.
|lsmtext='''δρύφακτος:''' ὁ, αντί <i>δρύ-φρακτος</i> ([[δρῦς]], [[φράσσω]]), [[φράχτης]] ή κιγλίδωμα, που χρησιμεύει στην [[περίφραξη]] των δικαστηρίων ή του βουλευτηρίου, σε Αριστοφ.· στον πληθ., όπως το Λατ. [[cancelli]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δρύφακτος:''' (ῠ) ὁ преимущ. pl. перегородка или перила, барьер Arph., Xen., Polyb., Plut.
}}
}}