3,276,932
edits
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δύσμικτος]], -ον (Α)<br />Ι. αυτός που δεν έχει σχέσεις, [[συγγένεια]] με άλλον<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>δυσμίκτως</i><br /><b>φρ.</b> «δυσμίκτως ἔχω» — [[είμαι]] [[ακοινώνητος]]· | |mltxt=[[δύσμικτος]], -ον (Α)<br />Ι. αυτός που δεν έχει σχέσεις, [[συγγένεια]] με άλλον<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>δυσμίκτως</i><br /><b>φρ.</b> «δυσμίκτως ἔχω» — [[είμαι]] [[ακοινώνητος]]· | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσμικτος:''' v. l. [[δύσμεικτος]] 2 трудно смешиваемый, почти несмешивающийся, несовместимый ([[φύσις]] Plat.; τινι Plut.). | |||
}} | }} |