Anonymous

δρύοχοι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δρύοχοι:''' οἱ ([[δρῦς]], [[ἔχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> υποστηρίγματα ή τρίποδα πάνω στα οποία στηρίζονταν η [[καρίνα]] ([[τρόπις]]) ναυπηγουμένου πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>δρυόχους τιθέναι δράματος</i>, [[τοποθετώ]] τη [[βάση]] του καινούριου έργου, [[ξεκινώ]] νέο [[δράμα]] σε Αριστοφ.· <i>ἐκ δρυόχων</i>, από το [[ξεκίνημα]], από την [[αρχή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> = [[δρυμά]], δάση, σε Ανθ.· ομοίως, [[ετερογενής]] πληθ., <i>δρύοχα</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''δρύοχοι:''' οἱ ([[δρῦς]], [[ἔχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> υποστηρίγματα ή τρίποδα πάνω στα οποία στηρίζονταν η [[καρίνα]] ([[τρόπις]]) ναυπηγουμένου πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>δρυόχους τιθέναι δράματος</i>, [[τοποθετώ]] τη [[βάση]] του καινούριου έργου, [[ξεκινώ]] νέο [[δράμα]] σε Αριστοφ.· <i>ἐκ δρυόχων</i>, από το [[ξεκίνημα]], από την [[αρχή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> = [[δρυμά]], δάση, σε Ανθ.· ομοίως, [[ετερογενής]] πληθ., <i>δρύοχα</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δρύοχοι:''' οἱ<br /><b class="num">1)</b> корабельный остов, (деревянный) каркас судна, по друг. деревянные подпоры для строящегося корабля (ἱστάναι δρυόχους Hom.);<br /><b class="num">2)</b> перен. основания, основа (δράματος Arph.); ἐκ (τῶν) δρυόχων Plat., Polyb. начиная с основания;<br /><b class="num">3)</b> дубравы, леса Anth.
}}
}}