3,274,921
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσοσμος:''' Ιων. -οδμος, -ον ([[ὀσμή]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μυρίζει άσχημα, αυτός που βρωμάει, [[δυσώδης]], [[κάκοσμος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δύσκολος]] να τον μυρίσει [[κάποιος]], αυτός που δεν μπορεί να ανιχνευθεί εύκολα, λέγεται για το [[κυνήγι]], σε Ξεν. | |lsmtext='''δύσοσμος:''' Ιων. -οδμος, -ον ([[ὀσμή]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μυρίζει άσχημα, αυτός που βρωμάει, [[δυσώδης]], [[κάκοσμος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δύσκολος]] να τον μυρίσει [[κάποιος]], αυτός που δεν μπορεί να ανιχνευθεί εύκολα, λέγεται για το [[κυνήγι]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσοσμος:''' ион. [[δύσοδμος]] 2<br /><b class="num">1)</b> зловонный (τράγων πώγωνες Her.; ὀσμὴ τοῦ πνεύματος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> лишенный запаха, т. е. не позволяющий (собакам) отыскивать дичь по следам (γῆ Xen.);<br /><b class="num">3)</b> с притупившимся обонянием (ἀπὸ ἰσχυρῶν ὀσμῶν δύσοσμοι γίνονται Arst.). | |||
}} | }} |