Anonymous

δυσθανατέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσθᾰνᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποβιώνω]] με [[δυσκολία]], [[πεθαίνω]] με [[αργό]] θάνατο, [[ψυχομαχώ]], σε Ηρόδ.· [[αγωνίζομαι]] [[εναντίον]] του θανάτου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''δυσθᾰνᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποβιώνω]] με [[δυσκολία]], [[πεθαίνω]] με [[αργό]] θάνατο, [[ψυχομαχώ]], σε Ηρόδ.· [[αγωνίζομαι]] [[εναντίον]] του θανάτου, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσθᾰνᾰτέω:''' умирать мучительной смертью, долго бороться со смертью Her., Plat., Arst., Plut.
}}
}}