Anonymous

δυσαπόδοτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(9)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσαπόδοτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή ορίζεται («δυσαπόδοτες έννοιες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χρήματα ή πράγματα) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή επιστρέφεται<br /><b>2.</b> (για καλή [[πράξη]]) αυτός που δύσκολα ανταποδίδεται.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσαπόδοτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή ορίζεται («δυσαπόδοτες έννοιες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χρήματα ή πράγματα) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή επιστρέφεται<br /><b>2.</b> (για καλή [[πράξη]]) αυτός που δύσκολα ανταποδίδεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσαπόδοτος:''' трудно выразимый, трудно определимый Sext.
}}
}}