3,277,206
edits
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δοκιμαστός]], -ή, -όν (AM) [[δοκιμάζω]]<br />αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη [[ικανότητα]]. | |mltxt=[[δοκιμαστός]], -ή, -όν (AM) [[δοκιμάζω]]<br />αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη [[ικανότητα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοκῐμαστός:''' подвергшийся оценке или проверке (ἀμοιβὴ δοκιμαστοῦ Diog. L.). | |||
}} | }} |