Anonymous

δοκιμαστός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δοκιμαστός]], -ή, -όν (AM) [[δοκιμάζω]]<br />αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη [[ικανότητα]].
|mltxt=[[δοκιμαστός]], -ή, -όν (AM) [[δοκιμάζω]]<br />αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη [[ικανότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''δοκῐμαστός:''' подвергшийся оценке или проверке (ἀμοιβὴ δοκιμαστοῦ Diog. L.).
}}
}}