Anonymous

δυσθυμέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = το προηγ., σε Ηρόδ., Πλούτ. — Μέσ., είμαι [[μελαγχολικός]], θυμωμένος, [[βαρύθυμος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δυσθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = το προηγ., σε Ηρόδ., Πλούτ. — Μέσ., είμαι [[μελαγχολικός]], θυμωμένος, [[βαρύθυμος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσθῡμέω:''' тж. med. падать духом, печалиться, грустить Her., Eur.: τὸ δυσθυμοῦν Plut. уныние.
}}
}}