Anonymous

δυσπαρακολούθητος: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσπαρακολούθητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα παρακολουθείται, [[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα κατανοεί, αργόστροφος.
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσπαρακολούθητος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα παρακολουθείται, [[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα κατανοεί, αργόστροφος.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπαρακολούθητος:''' досл. за которым трудно следовать или следить, перен. малопонятный, непостижимый ([[πρᾶγμα]] Men.).
}}
}}