Anonymous

δυσκάθεκτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσκάθεκτος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δύσκολα συγκρατιέται, [[ασυγκράτητος]], [[ορμητικός]], <i>ἵπποι</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''δυσκάθεκτος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δύσκολα συγκρατιέται, [[ασυγκράτητος]], [[ορμητικός]], <i>ἵπποι</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκάθεκτος:''' с трудом сдерживаемый, неудержимый, неукротимый (ἵππο; Xen.; πλήθη, ζῷα, [[ὁρμή]] Plut.).
}}
}}