Anonymous

ἔαρ: Difference between revisions

From LSJ
916 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔαρ:''' ἔᾰρος, τό, μεταγεν. Επικ. [[τύπος]] [[εἶαρ]], <i>εἴᾰρος</i>· συνηρ. ἦρ, [[ἦρος]]· Λατ. [[ver]], spring, <i>ἔαρος [[νέον]] ἱσταμένοιο</i>, στην [[αρχή]] της άνοιξης, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἅμα]] τῷ ἔαρι, στο [[ξεκίνημα]] της άνοιξης, σε Ηρόδ.· ἐξ [[ἦρος]] εἰς Ἀρκτοῦρον, σε Σοφ.· μεταφ., στην [[ακμή]] ή στην καλύτερη περίοδο της ζωής, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ἔαρ]] ὁρᾶν, αυτός που δείχνει [[ακμαίος]] και [[σπινθηροβόλος]], σε Θεόκρ.· γενύων [[ἔαρ]], δηλ. το πρώτο [[χνούδι]] στα μάγουλα και στο [[πηγούνι]] ενός νέου, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἔαρ:''' ἔᾰρος, τό, μεταγεν. Επικ. [[τύπος]] [[εἶαρ]], <i>εἴᾰρος</i>· συνηρ. ἦρ, [[ἦρος]]· Λατ. [[ver]], spring, <i>ἔαρος [[νέον]] ἱσταμένοιο</i>, στην [[αρχή]] της άνοιξης, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἅμα]] τῷ ἔαρι, στο [[ξεκίνημα]] της άνοιξης, σε Ηρόδ.· ἐξ [[ἦρος]] εἰς Ἀρκτοῦρον, σε Σοφ.· μεταφ., στην [[ακμή]] ή στην καλύτερη περίοδο της ζωής, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ἔαρ]] ὁρᾶν, αυτός που δείχνει [[ακμαίος]] και [[σπινθηροβόλος]], σε Θεόκρ.· γενύων [[ἔαρ]], δηλ. το πρώτο [[χνούδι]] στα μάγουλα και στο [[πηγούνι]] ενός νέου, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔᾰρ:''' ἔᾰρος, ион. = эп. тж. [[εἶαρ]], εἴᾰρος, стяж. ἦρ, [[ἦρος]] τό<br /><b class="num">1)</b> утро: [[ἦρι]] [[μάλα]] и μάλ᾽ [[ἦρι]] Hom. рано утром;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. весна: πρὸς и περὶ τὸ ἔ. Thuc. к весне; [[ἅμα]] τῷ ἔαρι Her. и ἔαρος ἀρχομένου Arst. с наступлением весны; ἔαρος Arst. весной; [[μία]] χελιδὼν ἔ. οὐ ποιεῖ погов. Arst. одна ласточка не делает весны;<br /><b class="num">3)</b> перен. весенняя свежесть, красота, цвет (ὕμνων Anth.): ἔ. ὁρόωσα [[νύμφα]] Theocr. нимфа с очаровательным взором; γενύων ἔ. Anth. первый пушок на щеках.
}}
}}