Anonymous

ἐγγελάω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγγελάω:''' μέλ. -άσομαι [ᾰ], [[περιγελώ]], [[περιπαίζω]], Λατ. irridere, <i>τινί</i>, σε Σοφ., Ευρ.· κατά τινος, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐγγελάω:''' μέλ. -άσομαι [ᾰ], [[περιγελώ]], [[περιπαίζω]], Λατ. irridere, <i>τινί</i>, σε Σοφ., Ευρ.· κατά τινος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγγελάω:''' смеяться, насмехаться (τινι Soph., Eur. и [[κατά]] τινος Soph.): ἐγγελῶσα [[φροῦδος]] Soph. она ушла, издеваясь.
}}
}}