3,276,932
edits
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγερτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἐγείρω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εγείρει, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐγερτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἐγείρω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εγείρει, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγερτέον:''' adj. verb. к [[ἐγείρω]]. | |||
}} | }} |