Anonymous

ἐγερτέον: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγερτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἐγείρω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εγείρει, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐγερτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἐγείρω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εγείρει, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγερτέον:''' adj. verb. к [[ἐγείρω]].
}}
}}