Anonymous

δυσέκλειπτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσέκλειπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα εκλείπει, ο [[ακατάπαυστος]].
|mltxt=[[δυσέκλειπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα εκλείπει, ο [[ακατάπαυστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσέκλειπτος:''' почти непрерывный, сплошной (ὀφλημάτων ῥίζαι Plut.).
}}
}}