3,274,216
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγκαταλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[καταλαμβάνω]] ένα [[μέρος]], κάνω κυκλωτική [[κίνηση]], [[σφίγγω]] τον κλοιό, σε Θουκ.· <i>ἐγκ. τινὰ ὅρκοις</i>, [[περιορίζω]], [[εξαναγκάζω]] με όρκους, σε Αισχίν. | |lsmtext='''ἐγκαταλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[καταλαμβάνω]] ένα [[μέρος]], κάνω κυκλωτική [[κίνηση]], [[σφίγγω]] τον κλοιό, σε Θουκ.· <i>ἐγκ. τινὰ ὅρκοις</i>, [[περιορίζω]], [[εξαναγκάζω]] με όρκους, σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκαταλαμβάνω:''' (fut. ἐγκαταλήψομαι)<br /><b class="num">1)</b> схватывать, захватывать (αἱ [[νῆες]] ἐγκαταληφθεῖσαι Thuc.; ἐγκαταλαμβανόμενοι παρέδωκαν ἑαυτούς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> связывать, обязывать (κατ᾽ ἀνάγκην ὅρκοις τινά Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> ставить в безвыходное положение, припирать к стене, т. е. изобличать (τινά Aeschin.). | |||
}} | }} |