Anonymous

ἐγκαταλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκαταλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[καταλαμβάνω]] ένα [[μέρος]], κάνω κυκλωτική [[κίνηση]], [[σφίγγω]] τον κλοιό, σε Θουκ.· <i>ἐγκ. τινὰ ὅρκοις</i>, [[περιορίζω]], [[εξαναγκάζω]] με όρκους, σε Αισχίν.
|lsmtext='''ἐγκαταλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[καταλαμβάνω]] ένα [[μέρος]], κάνω κυκλωτική [[κίνηση]], [[σφίγγω]] τον κλοιό, σε Θουκ.· <i>ἐγκ. τινὰ ὅρκοις</i>, [[περιορίζω]], [[εξαναγκάζω]] με όρκους, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκαταλαμβάνω:''' (fut. ἐγκαταλήψομαι)<br /><b class="num">1)</b> схватывать, захватывать (αἱ [[νῆες]] ἐγκαταληφθεῖσαι Thuc.; ἐγκαταλαμβανόμενοι παρέδωκαν ἑαυτούς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> связывать, обязывать (κατ᾽ ἀνάγκην ὅρκοις τινά Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> ставить в безвыходное положение, припирать к стене, т. е. изобличать (τινά Aeschin.).
}}
}}