Anonymous

ἐγκατοικέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκατοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μένω]], [[διαμένω]], [[κατοικώ]] σ' έναν [[τόπο]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐγκατοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μένω]], [[διαμένω]], [[κατοικώ]] σ' έναν [[τόπο]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκατοικέω:''' (в чем-л.) жить, проживать, обитать (δόμοις Eur.; перен. ἐν ταῖς ψυχαῖς Polyb. - v. l. [[κατοικέω]]): δοῦναί τινι κώμην ἐγκατοικῆσαι Her. отвести кому-л. деревню для поселения.
}}
}}