Anonymous

ἐγκαταπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκαταπήγνυμι:''' μέλ. <i>-πήξω</i>, [[σπρώχνω]] [[σταθερά]], αποφασιστικά, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐγκαταπήγνυμι:''' μέλ. <i>-πήξω</i>, [[σπρώχνω]] [[σταθερά]], αποφασιστικά, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκαταπήγνῡμι:''' (aor. ἐγκατέπηξα)<br /><b class="num">1)</b> всовывать, вкладывать ([[ξίφος]] κουλεῷ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> вонзать (в тело) (τὸ [[ξίφος]] Plut.).
}}
}}