Anonymous

ἐγκάπτω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, παρακ. <i>-κέκᾰφα</i>· [[καταβροχθίζω]] με [[λαιμαργία]], [[υφαρπάζω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐγκάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, παρακ. <i>-κέκᾰφα</i>· [[καταβροχθίζω]] με [[λαιμαργία]], [[υφαρπάζω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκάπτω:''' (только aor. ἐνέκαψα и pf. ἐγκέκαφα) (жадно) проглатывать (μᾶζαν Arph.; ἀχράδας Anth.): ἐ. αἰθέρα γνάθοις Eur. затаить дыхание.
}}
}}