Anonymous

ἐγκολάπτω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκολάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[περικόπτω]], [[σκαλίζω]] πάνω σε [[πέτρα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐγκολάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[περικόπτω]], [[σκαλίζω]] πάνω σε [[πέτρα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκολάπτω:''' вырубать, высекать, вырезать (γράμματα ἐς τὸν τάφον, ἐν λίθῳ и ἐπὶ τρίποσι Her.; προμαντείαν εἴς τι Plut.).
}}
}}